μπεν-μιξτ

μπεν-μιξτ
τα
άκλ. εγκαταστάσεις και χώρος για θαλάσσια λουτρά όπου κολυμπούν άντρες και γυναίκες μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bains-mixtes «μικτά θαλάσσια λουτρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπεν μιξτ — τα (λ. γαλλ.), τα μεικτά θαλάσσια λουτρά για άντρες και γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”